- αἴθρω
- αἴ̱θρω , αἶθροςthe clear chill airmasc nom/voc/acc dualαἴ̱θρω , αἶθροςthe clear chill airmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἴθρῳ — αἴ̱θρῳ , αἶθρος the clear chill air masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek